TravelΠολιτισμός

Τα 10 ομορφότερα βλαχοχώρια της Ελλάδας

Μηλιά Μετσόβου

10Στο νουμερο 10 κατατάσσαμε την Μηλιά, (ή Αμέρου) κατά την τοπική βλάχικη διάλεκτο είναι πόλος έλξης επισκεπτών που αγαπούν τη φύση και προτιμούν να κάνουν αποδράσεις σε τόπους απίστευτου φυσικού κάλλους που προσφέρονται για χαλάρωση και ηρεμία. Η Μηλιά βρίσκεται σε υψόμετρο 1.250 μέτρων στον ορεινό όγκο της Πίνδου βόρεια του Μετσόβου. Η περιοχή αποτελούσε μέρος της αρχαίας μακεδονικής Τυμφαίας, με αξιόλογη στρατηγική σημασία. Ήταν από τα πλέον σημαντικά και δύσβατα περάσματα.


Ο σημερινός οικισμός της Μηλιάς, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και παραδόσεις που διασώζονται, κτίστηκε πριν τον 16ο αιώνα. Οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται στο θέαμα της βαλσαμωμένης αρκούδας, στο κέντρο του χωριού, που βρέθηκε τραυματισμένη από κάτοικο της περιοχής και εξέπνευσε την ίδια ημέρα. Το άτυχο ζώο βαλσαμώθηκε και τοποθετήθηκε σε γυάλινη κατασκευή, προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες της περιοχής.

Λιβάδι Ολύμπου

Λιβάδι Ολύμπου

9
Στο νουμερο 9 κατατάσσει το Λιβάδι Ολύμπου. Η Δημοτική Κοινότητα Λιβαδίου σύμφωνα με την απογραφή του έτους 2011, αριθμεί περίπου τους 2250 μόνιμους κατοίκους και υπάγεται στον καλλικρατικό Δήμο Ελασσόνας.

Οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το Λιβάδι, πατρίδα και γενέτειρα του μεγάλου αγωνιστή του 1821 και Φιλικού Γεωργάκη Ολύμπιου, είναι κτισμένο στις πλαγιές του Τιτάριου Όρους σε υψόμετρο 1200μ. και με θέα που νότια και δυτικά εκτείνεται μέχρι την Πίνδο, έχοντας βορειοανατολικά τα Πιέρια Όρη και την Πιερία, ανατολικά τον Όλυμπο και νοτιοδυτικά την Ελασσόνα, τα Χάσια, το Σαραντάπορο, το όρος Σάπκα και τα Σέρβια Κοζάνης. Διατηρεί την γραφικότητα του και τις παραδόσεις του που τις έλκει από τη βλάχικη καταγωγή των κατοίκων του.
Στη δεκαετία του 50 και παλαιότερα, το Λιβάδι ήταν ένα από τα σημαντικότερα παραθεριστικά κέντρα της Θεσσαλομακεδονίας, γνωστό για το υγιεινό του κλίμα και την αγνότητα των προϊόντων του.
Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στο Λιβαδι, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τον αιωνόβιο πλάτανο και τη βρύση με το κρυστάλλινο νερό στην πλατεία, να επισκεφθεί το σπίτι του Γεωργάκη Ολύμπιου που λειτουργεί ως μουσείο. Να συναντήσει έναν πεταλωτή ή τσαγκάρη που ασκεί την τέχνη του. Με 10.000 στρέμματα έκταση και περιτριγυρισμένη από άγριο παρθένο δάσος οξιάς, η Σάπκα μαγεύει τον επισκέπτη, χειμώνα καλοκαίρι.

Ανήλιο Μετσόβου

Ανήλιο Μετσόβου

8Στο νουμερο 8 κατατάσσει το Ανήλιο. Το Ανήλιο είναι ένα ορεινό, βλαχόφωνο χωριό του νομού Ιωαννίνων . Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.050 μέτρα, στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου, απέναντι από το Μέτσοβο και στη σκιά της βουνοκορφής “Φατζέτου” της Πίνδου. Η ονομασία προκύπτει από το συνθετικό “α(ν)-ήλιος” που σημαίνει χωρίς ήλιο, ανήλιαγος. Η βλάχικη ονομασία του είναι “(ν) Κιάρε” το οποίο σημαίνει το ανήλιαγο μέρος. Το χωριό έχει νοτιοδυτικό προσανατολισμό (με θέα στο Μέτσοβο και την οροσειρά του Λάκμου ή Περιστέρι), πράγμα που το καθιστά σκιερό κατά τις πρώτες πρωινές ώρες και φωτεινό κατά τις μεσημεριανές και απογευματινές ώρες. Για πρώτη φορά, ιστορικά, συναντάμε το Ανήλιο το 1674 σε επίσημο έγγραφο της τουρκικής δημόσιας διοίκησης όπου αποτέλεσε τον έναν από τους δύο μαχαλάδες του Μετσόβου. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απολάμβανε προνόμια και είχε σχετική αυτονομία και τοπική αυτοδιοίκηση. Φυσικά είναι σίγουρο το Ανήλιο ότι προϋπήρχε, αφού ιστορικά έχει καταγραφεί η παρουσία των Βλάχων στην περιοχή πολύ νωρίτερα. Η ιστορία αναδεικνυόταν στον μεγάλο πρωταγωνιστή της παραχώρησης των Σουλτανικών προνομίων (1659 – 1795). Το 1854 το χωριό καταστράφηκε μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια για απελευθέρωση από το επαναστατικό κίνημα του Θοδωράκη Γρίβα στην Ήπειρο. Το Ανήλιο απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 31 Οκτωβρίου 1912. Κατά τον Πουκεβίλ, κατοικήθηκε από βλαχόφωνο κτηνοτροφικό πληθυσμό τον 10ο αιώνα, όταν και αναφέρονται για πρώτη φορά οι λατινόφωνοι κάτοικοι (από εποχής της έλευσης των Ρωμαίων στην Ελλάδα, το 167 π.Χ.), με την ονομασία Βλάχοι). Μέχρι το 1924 μαζί με το Μέτσοβο και έκτοτε αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα έως το 1998 οπότε συνενώθηκε σε Δήμο με το Μέτσοβο, το Ανθοχώρι και το Βοτονόσι (σχέδιο Καποδίστριας) και το 2010 (πρόγραμμα Καλλικράτης) που προστέθηκε και ο Δήμος Εγνατίας (Χρυσοβίτσα, Μικρό και Μεγάλο Περιστέρι, Μικρή και Μεγάλη Γότιστα, Σίτσαινα, Πέτρα), καθώς και η Μηλιά 

Συρράκο Ιωαννίνων

Συρράκο Ιωαννίνων

7Στο νουμερο 7 κατατάσσει το Συρράκο. Το Συρράκο (ή Σιράκο) είναι χωριό του νομού Ιωαννίνων, που ανήκει διοικητικά στον Δήμο Βορείων Τζουμέρκων. Είναι χτισμένο σε μία πλαγιά του όρους Λάκμος, σε υψόμετρο 1.150 μέτρων. Το Συρράκο στέκεται πάνω από την χαράδρα του ποταμού Χρούσια, παραπόταμου του Καλαρρύτικου και απέναντι του αντικρίζει τα Τζουμέρκα. Ένας προορισμός φυσικής ομορφιάς που μας καλεί να τον ανακαλύψουμε! Οι κοντινότερες πόλεις στο Συρράκο είναι τα Ιωάννινα και η Άρτα που απέχουν 40 λεπτά με μία ώρα ορεινής διαδρομής. Το Συρράκο χτίστηκε περίπου τον 15ο αιώνα από Βλαχόφωνους, κατά κύριο λόγο, πληθυσμούς. Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας αποτέλεσε πρωτεύουσα της αυτοδιοίκητης ορεινής κοινότητας του Μαλακασίου, η οποία περιλάμβανε ορεινά χωριά στα όρια των σημερινών νομών Ιωαννίνων και Τρικάλων. Την περίοδο αυτή γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη χάρη στην κτηνοτροφία και το εμπόριο και, κυρίως, την αργυροχρυσοχοΐα που διαδόθηκε στο χωριό από τους γειτονικούς Καλαρρύτες. Το Συρράκο συμμετείχε στην την επανάσταση του 1821 με αρχηγό τον Ιωάννη Κωλέττη και μαζί με τους γειτονικούς Καλαρρύτες ήταν τα μοναδικά χωριά της Ηπείρου που συμμετείχαν στην επανάσταση κατά τον πρώτο χρόνο της. Η επανάσταση στην περιοχή καταπνίγηκε γρήγορα από δυνάμεις του Χουρσίτ Πασά και το χωριό κάηκε ολοσχερώς. Ξαναχτίστηκε στο διάστημα 1825-1828 και τα επόμενα χρόνια απέκτησε πάλι οικονομική δύναμη. Το Συρράκο απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 23 Νοεμβρίου του 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Στη συνέχεια αποτέλεσε έδρα κοινότητας, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 2010 οπότε και καταργήθηκε με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης. 

Αμπελάκια Λάρισας

Αμπελάκια Λάρισας

6Στο νουμερο 6 κατατάσσει τα Αμπελάκια Λάρισας. Τα Αμπελάκια είναι παραδοσιακός οικισμός του νομού Λάρισας, χτισμένα στις βορειοδυτικές πλαγιές του όρους Όσσα στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Το χωριό φημίζεται για τα σπουδαία αρχοντικά του καθώς γνώρισε πολύ μεγάλη οικονομική ανάπτυξη κατά το παρελθόν, χάρη στην επεξεργασία και την βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα που παρήγαγαν από την επεξεργασία του φυτού ριζάρι (Ρούβια η βαφική – Rubia tinctorum). Τα Αμπελάκια ανήκουν διοικητικά στον Δήμο Τεμπών ενώ στο παρελθόν αποτελούσαν έδρα της ομώνυμης κοινότητας. Ο πληθυσμός τους σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι 434 κάτοικοι. Το χωριό δεν είναι με ακρίβεια γνωστό πότε πρωτοδημιουργήθηκε. Στη μεσαιωνική εποχή πάντως, η περιοχή των Αμπελακίων ήταν μέλος ενός πολίσματος – φρουρίου μέσα στην κοιλάδα των Τεμπών, του Λυκοστομίου (μετέπειτα Μπαμπά) και μάλλον με την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393 – 1394 οι κάτοικοι του βυζαντινού Λυκοστομίου ανέβηκαν στα βουνά της Όσσας. Τα Αμπελάκια έγιναν οικισμός με αυτό το όνομα, μεταξύ 1454 και 1455 από πρωτοβουλία ενός Τούρκου τιμαριούχου, ο οποίος συγκέντρωσε στην περιοχή χωρικούς που δεν είχαν γη, ούτε ανήκαν σε γη άλλων και τους έβαλε να ζήσουν και να δουλέψουν στα χωράφια της περιοχής του. H ημερομηνία φαίνεται σε έγγραφο (τα χειρόγραφα του Maliyeden Mudevver) που είναι απογραφή και φορολογική καταγραφή της Θεσσαλίας, στης οποίας το φύλο 22α αναφέρεται η ίδρυση του οικισμού τη συγκεκριμένη χρονολογία. Περιγράφοντας το μέρος οι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς στη «Νεωτερική Γεωγραφία» τους, γράφουν «….ότι σε μικρή απόσταση από αυτήν (την κοιλάδα των Τεμπών) ως μισή ώρα μακριά από την δεξιά όχθη του Πηνειού, και ως τρεις από τη θάλασσα προς δύσι, εις μια τοποθεσία κρημνώδη και λακκώδη (βρίσκονται τα Αμπελάκια)…» Όσον αφορά το όνομα του χωριού, κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το όνομα Αμφιλάκκια, δηλ. ανάμεσα σε δυο λάκκους, ενώ πιο πιθανό φαίνεται να το χωριό να πήρε το όνομά του από τα πολλά μικρά αμπέλια που καλλιεργούνταν κάποτε εκεί. 

Βλάστη Κοζάνης

Βλάστη Κοζάνης

5Στο νουμερο 5 κατατάσσει η Βλάστη. Η Βλάστη (παλαιότερες ονομασίες: Μπλάτσι ή Βλάτσι,Μπλάτζι (1830), Μπλάτζη (1858), Βλάτζη (1860) και Βλάτση, αλλά πιθανότατα και Βλάττη) είναι ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικά προπύργια του Ελληνισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας.Η Βλάστη βρίσκεται περίπου 24 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πτολεμαΐδας. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μέτρων, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ασκίου (Σινιάτσικου) και του Μουρικίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ήδη από τη βυζαντινή περίοδο στην τοποθεσία που στις μέρες μας βρίσκεται το χωριό της Βλάστης προϋπήρχε κάποιος οικισμός.Η ανάπτυξη της ξεκινά τον 15ο αιώνα, όταν μετά την εγκατάσταση Tούρκων Kονιάρων στην κοιλάδα των Kαϊλαρίων (Πτολεμαΐδας) οι χριστιανικοί πληθυσμοί που ζούσαν εκεί αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στα ορεινά τμήματα της περιοχής, καθώς αυτά ήταν περισσότερο απρόσιτα στους κατακτητές. Σπουδαία ήταν η συμμετοχή των Βλαστιωτών στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]. Από την περίοδο της Οθωμανοκρατίας διασώζεται η παράδοση του μαρτυρίου του νεομάρτυρα Μάρκου. Για τη τιμή του νεομάρτυρα και τη διάσωση στην τοπική μνήμη του ονόματός του χωρίς να εγερθούν αντιδράσεις από τους Οθωμανούς, οι κάτοικοι αφιέρωσαν τον κεντρικό ναό της Βλάστης στον Ευαγγελιστή Μάρκο. Σημείο-σταθμό στην ανάπτυξη της Βλάστης αποτελούν τα τέλη του 18ου αιώνα. Μετά τα Ορλωφικά (1770 μ.Χ.) και τη λεηλασία της Μοσχόπολης, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε ανθηρό κέντρο της περιοχής, ένας μεγάλος αριθμός Βορειοηπειρωτών Βλάχων προσφύγων συγκεντρώνεται στο χωριό της Βλάστης. Η ενδυνάμωση του ντόπιου πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη και την πρόοδο του οικισμού. Στοιχείο ιστορικής συνέχειας αποτελεί η μεταφορά ξυλόγλυπτου τέμπλου από τους πρόσφυγες της Μοσχόπολης στην νέα τους πατρίδα – τη Βλάστη- και η τοποθέτησή του στον Ναό Αγίου Νικολάου. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους (ορεινά εδάφη και πλούσια λιβάδια), οι κάτοικοι της Βλάστης ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία. Παράλληλα, ανέπτυξαν και επαγγέλματα σχετικά με την κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της τυροκομίας, της υφαντουργίας και του εμπορίου. Επίσης, αρκετοί κάτοικοι έγιναν ξυλουργοί, κτίστες, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, χρυσοχόοι, ραφτάδες κ.α. Έτσι, μέχρι το 19ο αιώνα ο κάποτε οικισμός της Βλάστης έχει μετατραπεί σε μία σημαντική κωμόπολη: ο πληθυσμός της εκείνη την περίοδο έχει ξεπεράσει τους έξι χιλιάδες κατοίκους. 

Μέτσοβο Ιωαννίνων

Μέτσοβο Ιωαννίνων

4Στο νουμερο 4 κατατάσσει το Μέτσοβο. Το Μέτσοβο είναι μια ορεινή κωμόπολη του νομού Ιωαννίνων σε υψόμετρο 1.150μ. Παραδοσιακός οικισμός, βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με το νομό Τρικάλων, στις βόρειες πλαγιές, ανάμεσα στα βουνά της μεγαλύτερης οροσειράς της Ελλάδος, της Πίνδου. Οι κάτοικοί του, που σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ανέρχονται σε 3.195 κατοικους, είναι κυρίως Βλάχικης καταγωγής, ασχολούνται λιγότερο με τη γεωργία και περισσότερο με την κτηνοτροφία. Στο Μέτσοβο έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία το μοναστήρι της Θεοτόκου, κοντά στο Μετσοβίτικο ποταμό, το Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου νότια της κωμόπολης και το μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής στη θέση Κιάτρα Ρόσσια (που σημαίνει στα Βλάχικα κόκκινος βράχος/λιθάρι). Στην κωμόπολη λειτουργεί από το 1955 το Λαογραφικό Μουσείο του Ιδρύματος Τοσίτσα (Αρχοντικό Τοσίτσα) το οποίο περιλαμβάνει παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, υφαντά και κεντήματα, χρυσοκέντητες φορεσιές, διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα, όπλα, νομίσματα, αγροτικά σκεύη και εικόνες της περιόδου 1650-1850. Το χειμώνα υπάρχουν οργανωμένα χιονοδρομικά κέντρα (Καρακόλι και Πολιτσιές) τα οποία σε συνδυασμό με την γραφικότητα του τοπίου αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Από το 1988 λειτουργεί η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ όπου εκτίθενται 250 περ. πίνακες αξιολόγων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα. Σύμφωνα με μία άποψη η λέξη Μέτσοβο προέρχεται από τα σλαβικά «μέτσκα» (αρκούδα) και «όβο» (χωριό). 

Σαμαρίνα γρεβενών

Σαμαρίνα Γρεβενών

3Στο νουμερο 3 κατατάσσει η Σαμαρίνα Γρεβενών. Η Σαμαρίνα είναι χωριό του νομού Γρεβενών της Μακεδονίας και, πριν την ένταξή της στον Δήμο Γρεβενών με το πρόγραμμα Καλλικράτης, αποτελούσε ομώνυμη κοινότητα. Βρίσκεται στη βόρεια Πίνδο στις ανατολικές πλαγιές του Σμόλικα σε υψόμετρο 1.500ή 1.450 μέτρων. Θεωρείται το ψηλότερο χωριό της Ελλάδας αλλά και των Βαλκανίων.

Οι μόνιμοι κάτοικοί της, που τον χειμώνα παραχειμάζουν σε χαμηλότερους τόπους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος Βλάχοι. Κύρια απασχόληση των κατοίκων της είναι η κτηνοτροφία, η υλοτομία και ο τουρισμός. Οι γυναίκες υφαίνουν χοντρά μάλλινα υφάσματα, κουβέρτες και χαλιά.
Ιδρυτές και πρώτοι άποικοι της Σαμαρίνας πρέπει να θεωρηθούν οι κάτοικοι του χωριού Πραιτώρι της Θεσσαλίας: ιστορικοί χάρτες της περιοχής που τοποθετούνται τον 16ο και 17ο αιώνα αναφέρουν τη θέση της Σαμαρίνας ως Santa Maria de Praitoria. H πρώτη μνεία γίνεται σε χάρτη του 1560, οπότε τότε ήδη πρέπει να θεωρηθεί οικισμένη.[6] Στη συνέχεια η πρώτη αναφορά του νεώτερου τύπου ΄΄Σαμαρίνα΄΄, βρίσκεται στα 1819 σε επιγραφή του ναού του Αγίου Σωτήρος στο μοναστήρι της Σαμαρίνας. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά του πατριδωνυμικού ΄΄σαμαρνιώτες΄΄ είναι σε ενθύμηση του 1786,[7] σύμφωνα με τη βόρεια ελληνική ιδιωματική προφορά, ΄΄Σαμαρ’ νιώτ’ ς και με μετάθεση του ΄΄ρ΄΄ ΄΄Σαρμανιώτ’ ς΄΄. Οι ετυμολογήσεις της λέξης που έχουν προταθεί είναι, ή από τη λέξη σαμάρι ή από την Αγία Μαρίνα, στα βλάχικα Sta Marina. Η πρώτη είναι αυθαίρετη καθώς προέρχεται από τη φαινομενική εξωτερική-ηχητική συγγένεια των δύο λέξεων. H δεύτερη ετυμολογική εκδοχή είναι πιο πιθανή λόγω του αρχικού τύπου του ονόματος της κωμόπολης Santa Maria και επειδή η κωμόπολη είναι βλάχικη είχαμε την εξής εξέλιξη: sta Maria > Sta Marina (σύγχυση ονομάτων Μaria- Marina καθώς θεωρούνται ισοδύναμα σε ορισμένα μέρη της Ελλάδος και εναλλάσονται) ή Sta Marina έχει την τοπωνυμική κατάληξη -ινα , η οποία επιχωριάζει στα ηπειρώτικα τοπωνύμια, όπως Σαρακίνα, Βοστίνα κ.α.

Καλαρρύτες Ιωαννίνων

Καλαρρύτες Ιωαννίνων

2Στο νουμερο 2 κατατάσσει οι Καλαρρύτες Ιωαννίνων. Οι Καλαρρύτες είναι ορεινός οικισμός που βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 56 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων. Ο οικισμός άκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αι. με το εμπόριο (υφαντά, μετάξι από τη Θεσσαλία, ακατέργαστα δέρματα ζώων κ.ά.) και την ανάπτυξη της χειροτεχίας (έργα σε ασήμι και χρυσό)· κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των Καλαρρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων. Είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα. Η τοποθεσία βόρεια και πάνω από την κοινότητα ονομάζεται Μπάρος (2285 μ.). Είναι η περιοχή με τα οροπέδια και τα ορεινά βοσκοτόπια που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο, που σε ευθεία γραμμή νομίζει κανείς ότι είναι πολύ κοντά, ενώ τους δύο οικισμούς χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού. 

Νυμφαίο Φλώρινας

Νυμφαίο Φλώρινας

1Στο νουμερο 1 κατατάσσει το Νυμφαίο Φλώρινας. Το χωριό Νυμφαίο (παλαιότερα Νιβέστα ή και Νέβεσκα) είναι ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.350) που έχει χαρακτηρισθεί από το 1978 ως «διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός». Υπάγεται στο Δήμο Αμυνταίου του Νομού Φλώρινας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις ανατολικές κλιτύες του όρους Βέρνου, σε απόσταση 57 χλμ. από την πόλη της Φλώρινας μέσω του αυτοκινητοδρόμου 27 και του οδικού άξονα Ξινού Νερού. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί το παρουσιάζουν ως ένα από τα δέκα ομορφότερα χωριά της Ευρώπης, ενώ στον παγκόσμιο διαγωνισμό της U.N.E.S.C.O. διεκδίκησε το Διεθνές Βραβείο Μελίνα Μερκούρη για την άριστη διαχείριση πολιτιστικού αποθέματος και φυσικού περιβάλλοντος. Ο οικισμός έχει μόνιμο πληθυσμό 132 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Η παλιότερη ονομασία που είχαν δώσει οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν Νιβέστα, όνομα βλάχικης και προηγουμένως δωρικής προέλευσης, με τρεις ερμηνείες: «Νύφη» λόγω της ομορφιάς του χωριού (Νιβέστα) και της τοποθεσίας, «αθέατη» (ni vista) πιθανώς διότι βρισκόταν σε σημείο όπου δεν γινόταν εύκολα ορατό και «χιονάτη» ή «όπου μένει το χιόνι» (nives sta). Η επίσημη ονομασία πριν από την απελευθέρωση – και για μερικά χρόνια μετέπειτα -ήταν Νέβεσκα. Ο οικισμός μετονομάστηκε από Νέβεσκα σε Νυμφαίον (και συνακόλουθα η κοινότητα Νεβέσκης σε κοινότητα Νυμφαίου) με το Προεδρικό Διάταγμα της 9/2/1926 “Περί μετονομασίας κοινοτήτων και οικισμών της Μακεδονίας” (ΦΕΚ Α’ 55/15.2.1926). Η χρήση της ονομασίας Νέβεσκα είναι αρκετά παλαιά και χρονολογείται ήδη από την οθωμανική απογραφή του 1530, η οποία αναφέρεται σε χωριό Neveska του καζά Florina. 

Back to top button
Close
Close