Πολιτισμός

Αρθρογραφία “Μακάρι να κολλήσουμε όλοι.”

Οχτώ παρά πέντε η ώρα. Σε λίγο η Μίνα θα πρέπει να πάει τα κοριτσάκια της στο σχολείο. Το κολατσιό και οι σάκες τους είναι έτοιμα από βραδύς. Το μόνο που απομένει είναι να βάλει την περούκα της. Οι παρατεταμένες χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες, δεν επέτρεψαν ακόμα να βγάλει μαλλιά.

«Έτοιμες κορίτσια;»

«Ναι μαμά, έτοιμες»

«Πάμε λοιπόν για να είμαστε στην ώρα μας».

Σήμερα έχει πολλά πράγματα να κάνει. Το πόσα θα καταφέρει να κάνει είναι μία άλλη ιστορία. Αδύναμη και υποτονική ακόμα από τα χειρουργεία και τις θεραπείες δε θέλει να βάζει πολύ υψηλούς καθημερινούς στόχους αλλά το προσπαθεί. Έτσι θέλει, έτσι πρέπει.

Δεν γογγύζει, δεν παραπονιέται ούτε για τις «υποχρεώσεις» που έχει ως μάνα, ως σύζυγος, ως νοικοκυρά και ως πολίτης. Προσπαθεί να κάνει πάντα όσα περισσότερα μπορεί μόνη της γιατί έτσι αισθάνεται πιο ζωντανή. Μα ούτε και για την αρρώστια παραπονιέται, ούτε και για τις θεραπείες. Πρέπει να τις κάνει. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Και το να φοράς τη μάσκα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου όμως εσύ κι εγώ γκρινιάζουμε. Δυσανασχετούμε και κάνουμε του κεφαλιού μας γιατί η μάσκα …μας την δίνει.

«Καλημέρα Παναγιώτη»

«Καλημέρα κυρία Μίνα»

«Θα μου βάλεις σε παρακαλώ 1 κιλό πατάτες και λίγα καρότα»

«Ναι, αμέ. Τα καρότα μαζεύτηκαν σήμερα, είναι δροσερά δροσερά. Ωραία μάσκα κυρία Μίνα»

«Και η δικιά σου ωραία είναι Παναγιώτη αλλά την φοράς λάθος. Να, κοίτα εμένα. Πάνω από τη μυτούλα και όχι κάτω από το σαγόνι».

«Να, ξέρετε κυρία Μίνα αφαιρέθηκα. Τώρα θα την έβαζα αλλά ξεχάστηκα».

Μια ζωή η ίδια ιστορία. «ξεχάστηκα», «αφαιρέθηκα», «δεν θεώρησα πως…», «βαρέθηκα», «αδιαφόρησα», «νόμισα πως…» κ.οκ.

Και αναρωτιέσαι ακόμα πως φθάσαμε στην σημερινή κατάσταση;

Μεσημέριασε και οι δυνάμεις της εξαντλούνται. Ας καταφέρει τουλάχιστον να μαγειρέψει και θα πάρει τηλέφωνο τη μαμά της για να πάρει τα κορίτσια από το σχολείο. Ευτυχώς που έχει κι αυτήν. Ένα τηλεφώνημα μακριά είναι. Δόξα τω Θεώ.

Κι εσένα η μητέρα σου ένα τηλεφώνημα μακριά είναι αλλά σπάνια της τηλεφωνείς. «Με έπνιξαν οι δουλειές ρε μάνα» της λες κάθε φορά που αυτή σηκώνει το ακουστικό για να μάθει τα νέα σας και να μιλήσει στα εγγόνια της. Και μετά σιωπή.

Εσένα η σύζυγος έχει της δυνάμεις να σου έχει κάθε μέρα ένα πιάτο ζεστό φαγητό την ώρα που έρχεσαι από τη δουλειά, όταν άλλες γυναίκες δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους για να μαγειρέψουν, κι εσύ γκρινιάζεις γιατί να είναι φακές και όχι μακαρόνια, γιατί να είναι κοτόπουλο κι όχι χοιρινό.

Βράδιασε, είναι ώρα για ύπνο.

Η Μίνα κλείνει το βιβλίο με τα παραμύθια και καληνυχτίζει τα κορίτσια της.

«Καληνύχτα αγάπες μου. Αύριο λέω να φτιάξω κρέπες για πρωινό»

«Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι» φωνάζουν και οι δύο με μία φωνή.

«Άντε ύπνο τώρα»

Καθώς φεύγει από το δωμάτιο, η μεγαλύτερη κόρη της λέει «μανούλα, εγώ ξέρω γιατί έπεσαν τα μαλλιά σου»

«Γιατί μωρό μου;»

«Για να έχεις περισσότερο δέρμα να λάμπει»

Το χαμόγελό της αδύνατον να χωρέσει στο παιδικό δωμάτιο. Φεύγει και κατευθύνεται στην κουζίνα. Τα πιάτα στο νεροχύτη και το ακατάστατο σαλόνι μοιάζουν τώρα παιχνιδάκι. Νοιώθει δυνατή. Συγυρίζει και χορεύει, χορεύει και συγυρίζει. Όλα μοιάζουν εφικτά, όλα μοιάζουν εύκολα επειδή το θέλει πραγματικά. Επειδή προσπαθεί ουσιαστικά και όχι φαινομενικά.

Αχ Μίνα πόσο θα ήθελα να «κολλήσουμε» κάτι, έστω κι ένα ψήγμα, από την υπομονή, το μεγαλείο, την αξιοπρέπειά σου.

Πόσο θα ήθελα να «κολλήσουμε» κάτι από τη συνέπεια και υπακοή σου.

Πόσο θα ήθελα όλοι μας να «κολλήσουμε» κάτι από την πειθαρχία σου.

Σίγουρα τότε, όλα θα ήταν καλύτερα. Όλα θα ήταν πιο αισιόδοξα, όλα θα ήταν πιο όμορφα.

Ο.Τ.Σ

Back to top button
Close
Close