Ανασφάλεια και φόβος – Το “βαρόμετρο” των Επιμελητηρίων για το μέλλον λόγω της ακρίβειας

Μια Πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας («ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΚΕΕΕ»), που εγκαινίασε η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας για την ενημέρωση των επιχειρήσεων, των φορέων και των πολιτών, φέρνει στο προσκήνιο άκρως ενδιαφέροντα ευρήματα που αποτυπώνουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκέμβριου 2022, σε συνολικό δείγμα 2.403 ατόμων (1.202 καταναλωτές & 1.201 επιχειρήσεις) και καταγράφει κλίμα γενικευμένου προβληματισμού για το παρόν και επιφυλακτικότητας για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας.
Οι καταναλωτές
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η πλειοψηφία (62%) των καταναλωτών δηλώνουν ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους επιδεινώθηκε το εξάμηνο που πέρασε και μόλις το 8% δηλώνουν ότι υπήρξε βελτίωση, ενώ το 30% δηλώνουν ότι η κατάσταση των οικονομικών του νοικοκυριού τους παρέμεινε αμετάβλητη. Παράλληλα, το 44% των καταναλωτών δηλώνουν απαισιόδοξοι για το μέλλον, καθώς προβλέπουν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους κατά το επόμενο εξάμηνο, την ίδια στιγμή που μόλις 1 στους 10 περίπου (11%) αναμένουν βελτίωση και το 4 στους 10 (42%) θεωρούν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα παραμείνει σταθερή στο εγγύς μέλλον.
Απαισιοδοξία επικρατεί και σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας στο επόμενο εξάμηνο, καθώς περίπου οι μισοί (49%) ερωτηθέντες δηλώνουν ότι αναμένουν επιδείνωση και μόλις το 10% δηλώνουν ότι αναμένουν βελτίωση, ενώ περίπου 1 στους 3 (36%) θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα μεταβληθεί ουσιαστικά.
Περαιτέρω, όταν καλούνται να αποτιμήσουν την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση, τα μισά νοικοκυριά (50%) δηλώνουν ότι «τα φέρνουν ίσα-ίσα με το εισόδημά τους», ενώ το 37% δηλώνουν ότι, είτε «τρώνε από τα έτοιμα» – υποχρεώνονται δηλαδή να αναλώνουν μέρος των αποταμιεύσεών τους σε ποσοστό 22% – ή χρεώνονται/δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα (15%). Στον αντίποδα, περίπου 1 στα 8 νοικοκυριά (13%) αναφέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, σε κάποιο βαθμό, στις τρέχουσες συνθήκες.
Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (37%) και ακολουθούν η απογοήτευση (26%), ο θυμός και η οργή (23%), η απαισιοδοξία (18%) και η απελπισία (14%). Ελπίδα (10%), αισιοδοξία (8%) και ηρεμία (5%) δηλώνουν ότι νιώθουν, σχετικά με τα οικονομικά τους δεδομένα, μια μικρή μειοψηφία των καταναλωτών, ενδεικτικό του αρνητικού κλίματος που επικρατεί.
Για περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (22%) οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος είναι δυσβάσταχτοι και δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να τους αποπληρώσουν και περίπου 6 στους 10 δηλώνουν ότι τους θεωρούν υψηλούς και δυσκολεύονται να τους αποπληρώσουν, ενώ μόλις 1 στους 7 (16%) δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος είναι φυσιολογικοί και δεν αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή τους. Παρόμοια είναι η εικόνα και σχετικά με το κόστος θέρμανσης: 1 στα 4 νοικοκυριά (25%) δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το κόστος αυτό, κατά δήλωσή τους, περίπου 6 στα 10 (56%) δυσκολεύονται στην αποπληρωμή και μόλις 1 στα 7 νοικοκυριά (14%) δεν αντιμετωπίζουν κάποια δυσκολία στην αποπληρωμή.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες τιμές σε προϊόντα και ενέργεια, τα νοικοκυριά προβαίνουν σε περιορισμό των δαπανών τους: το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες ένδυσης – υπόδησης και τις δαπάνες ψυχαγωγίας και ταξιδιών, το 52% ότι περιόρισαν τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα, το 38% ότι περιόρισαν τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων, το 29% ότι ανέβαλαν σημαντικές αγορές (αγορά κατοικίας, αυτοκινήτου, ανακαίνιση κατοικίας κτλ.), το 28% ότι μείωσαν τα αποθεματικά και τις καταθέσεις τους, ενώ το 13% δηλώνουν ότι κατέφυγαν σε δανεισμό χρημάτων για να ανταπεξέλθουν και μόλις 1 στα 14 νοικοκυριά δηλώνουν ότι δεν χρειάστηκε να πάρουν κάποιο από τα παραπάνω μέτρα.
Παράλληλα, σημαντικές είναι οι προσαρμογές στην καταναλωτική συμπεριφορά, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, πριν δηλαδή την αύξηση τιμών στα προϊόντα, για αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών: το 63% δηλώνουν ότι αγοράζουν κυρίως προϊόντα σε προσφορά, το 57% επιλέγουν καταστήματα ή supermarket για τις αγορές τους με κριτήριο τις χαμηλότερες τιμές και το 55% αγοράζουν πλέον μικρότερες ποσότητες προϊόντων σε σχέση με το παρελθόν. Επιπλέον, το 42% αγοράζει προϊόντα από διαφορετικά καταστήματα ή super market, προκειμένου να περιορίσουν τη συνολική δαπάνη και το 40% δηλώνουν ότι αγοράζουν πλέον κυρίως προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Απαισιόδοξες οι επιχειρήσεις… πλην Αττικής
Επιφυλακτικές ως και αρνητικές εμφανίζονται οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο. Η πλειοψηφία (39%) δηλώνουν ότι αναμένουν το επόμενο εξάμηνο να είναι χειρότερο από το αντίστοιχο περσινό, ενώ το 31% αναμένουν να είναι ίδιο με το αντίστοιχο περσινό και μόλις το 22% αναμένουν να είναι καλύτερο. «Πλεόνασμα» αισιοδοξίας (εκεί δηλαδή που το ποσοστό όσων θεωρούν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, καταγράφεται αυξημένο) εμφανίζεται στην Αττική, στον τομέα των Κατασκευών, στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω των 500.000 ευρώ και στις επιχειρήσεις με εξαγωγική δραστηριότητα.
Απαισιοδοξία επικρατεί σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς το 36% των ερωτηθέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο (έναντι μόλις 14% που αναμένουν ενίσχυση της ρευστότητας) και, παράλληλα, το 19% αναμένουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα αυξηθούν, έναντι μόλις 4% που δηλώνουν ότι αναμένουν μείωση των δανειακών τους αναγκών το επόμενο εξάμηνο. Περαιτέρω, επικρατεί ανησυχία για την εξέλιξη των όρων δανεισμού, καθώς το 37% δηλώνουν ότι αναμένουν ότι θα αντιμετωπίσουν δυσμενέστερους όρους δανεισμού στο εγγύς μέλλον, έναντι μόλις 5% που θεωρούν ότι οι όροι δανεισμού θα βελτιωθούν, κάτι αναμενόμενο εν μέσω του κύκλου αύξησης των επιτοκίων δανεισμού από τις τράπεζες.
Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, με βάση τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις). Αυξημένη ανησυχία καταγράφεται στον τομέα του εμπορίου και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ καλύτερη εικόνα εμφανίζει και πάλι ο τομέας των κατασκευών.
Βαθιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κατάστασης της χώρας, καθώς το 56% θεωρούν ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένουν ιδιαίτερη μεταβολή.
Σημαντικές αυξήσεις καταγράφονται στο ενεργειακό κόστος με το οποίο επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις: σύμφωνα με τις απαντήσεις στην έρευνα η μέση αύξηση του συγκεκριμένου κόστος – που περιλαμβάνει ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και καύσιμα – σε σχέση με την περσινή περίοδο φτάνει σχεδόν το 60% (με εντονότερη την αύξηση στον τομέα της μεταποίησης–βιομηχανίας).
Παράλληλα, το 37% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα έλλειψης πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά, σε μεγάλο (14%) ή σε μικρό (23%) βαθμό. Οι ελλείψεις καταγράφονται εντονότερα στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης/βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ. Η μέση αύξηση που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.
Περίπου οι μισές επιχειρήσεις του δείγματος (49%) εκτιμούν ότι οι τελικές τιμές των προϊόντων/ υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο, είτε θα αυξηθούν στο επίπεδο του πληθωρισμού (23%), είτε θα αυξηθούν πάνω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (16%), είτε θα αυξηθούν κάτω από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού (10%), ενώ το 41% εκτιμούν ότι οι τιμές τους θα παραμείνουν σχεδόν σταθερές και μόλις το 3% προβλέπουν μείωση στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους. Η εντονότερη τάση αύξ