ΕπιχειρείνΠολιτισμός

Η εικαστικός Χριστιάννα Οικονόμου δίνει πνοή σε εγκαταλελειμμένα καΐκια


«Η ζωή είναι ένα όμορφο, γερό καΐκι με χρώματα πολλά, με βαθουλώματα, χτυπήματα, βάση γερή και πλευρές άλλοτε ευαίσθητες κι όλες δυνατές σαν ατσάλι. Tαξιδεύει αδιάκοπα, πότε σε μπουνάτσες, πότε σε φουρτούνες και πάντα απολαμβάνει τη διαδρομή»: η πολυτάλαντη εικαστικός Χριστιάννα Οικονόμου αλλάζει το πεπρωμένο καϊκιών που ξέβρασε ο χρόνος και εγκαταλείφθηκαν από την προσοχή και την προστασία των ανθρώπων.

Η καλλιτέχνις τα μεταμορφώνει σε έργα τέχνης και εξασφαλίζει γι’αυτά ένα νέο μέλλον, αφήνοντάς τα να φτιάξουν νέες ιστορίες. Τα «Καράβια Που Δεν Φοβήθηκαν» είναι ένα πρόγραμμα εικαστικής αναπαλαίωσης παλιών εγκαταλελειμμένων παραδοσιακών καϊκιών στις Κυκλάδες και η Χριστιάννα Οικονόμου μας εξηγεί τα πάντα γι’αυτό. Περιγράφει το ταξίδι της δικής της ζωής μέχρι σήμερα και πώς ζουν οι κάτοικοι στα νησιά της άγονης γραμμής όταν δεν είναι καλοκαίρι.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Όλα μου τα καλοκαίρια τα πέρναγα στο νησί των αρωμάτων στις Σπέτσες σ’ ένα σπίτι απέναντι από τα καρνάγια. Iσως έτσι εξηγείται η μεγάλη μου αγάπη για τα παραδοσιακά μας καΐκια. Ιδιαίτερα τα καλοκαίρια ένιωθα σαν να ζω σε ελληνική ταινία, είχα μεγάλο έρωτα με την Βουγιουκλάκη. Καταπιανόμουν με οτιδήποτε δημιουργικό κι έτσι τα καλοκαίρια μου είχαν ουσία και διάρκεια. Το κλάμα του Σεπτέμβρη της επιστροφής ίσως να μην το έχω ξεπεράσει μέχρι σήμερα.

Μια κινέζικη παροιμία λέει ότι το νερό αν δεν κυλάει, βουρκώνει.

Πήρα το αεροπλάνο για το Λονδίνο στα 17, με πρώτη μου μεγάλη προσωπική επιτυχία το γεγονός ότι με είχαν δεχτεί στο Chelsea College of Art and Design και στη συνέχεια στο Central Saint Martins College of Art and Design. Στο Λονδίνο έκατσα 5 μαγικά χρόνια. Το ρούφηξα σαν σφουγγάρι και το έκανα «σπίτι μου». Παράλληλα με το πανεπιστήμιο από τον δεύτερο χρόνο, εργαζόμουν part time στο Visual Department της κορωνίδας της βρετανικής μόδας BROWNS FASHION όπου μάλιστα στην αρχή μου είχε ανατεθεί να επιμεληθώ τις βιτρίνες του εξολοκλήρου με δικά μου έργα. Το Browns ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Η εργασία πριν από την πτυχιακή μου είχε να κάνει με τις ελληνικές παραδόσεις που χάνονται με το πέρασμα των χρόνων. Μέσα σ’ αυτές, και η δουλειά των καραβομαραγκών και των καρνάγιων. Ετσι ξεκίνησε μια θεωρητική μελέτη γύρω από τα καΐκια. Μεγάλο μου όνειρο ήταν σαν καλλιτέχνις να έχω εργαστήριο σ’ένα νησί. Μέσα από την έρευνα αυτή τον τελευταίο χρόνο του πανεπιστημίου η αγάπη μου αυτή για τη θάλασσα και την Ελλάδα μεγάλωνε.

Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι έχω ζήσει δυο ζωές

Επιστρέφοντας από το Λονδίνο το 2015 είχα αποφασίσει ότι ήθελα να ξεκινήσω κάτι σχετικά με αυτά τα στολίδια της θαλασσάς μας. Έτσι ξεκίνησε πειραματικά το πρόγραμμα «Καράβια που δεν φοβήθηκαν» το 2015 στη Σχοινούσα.

Ανέκαθεν πυρήνας στη δουλειά μου αποτελούσε η μίξη πολλών διαφορετικών τεχνικών, τεχνοτροπιών και υλικών (μικτή τεχνική). Το πτυχίο μου ήταν στην Γλυπτική οπότε κατά την διαμονή μου στο Λονδίνο δούλευα πολύ με μέταλλο και διάφορες τεχνοτροπίες πάνω σε αυτό.

Επιστρέφοντας άλλαξα τελείως πορεία και μέσω των καϊκιών άρχισα να μαθαίνω το ξύλο στο οποίο δεν είχα αρχικά μεγάλη εκτίμηση. Η αγάπη μου, όμως, είναι το κολάζ. Μπορώ να κάτσω ώρες και τα αγαπημένα μου έργα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Μου αρέσει να σκαρώνω νέες σχέσεις και ιστορίες με αυτά, οι οποίες μας ενθαρρύνουν να δούμε το παρελθόν και την ιστορία μας με φρέσκια ματιά.

Απώτερος σκοπός όλου αυτού, η δημιουργία ενός διαλόγου ανάμεσα στις ελληνικές παραδοσιακές τεχνικές οι οποίες χάνονται με την πάροδο του χρόνου και σε μία «νεο-παραδοσιακή» προσέγγιση που υπάρχει στην πρακτική μου. Αυτό είναι το ταξίδι μου σαν καλλιτέχνις, ένας παρατηρητής του δικού μου πολιτισμού.

Με συναρπάζουν τα παλιά αντικείμενα που έχουν περιέλθει σε αχρηστία, τα οποία οι άνθρωποι φαίνεται να υποτιμούν. Για μένα, το στοιχείο αυτό, αποτελεί μεγάλο πόλο έλξης. Παλιότερα είχα τρέλα με τις παλιές πόρτες, τις μάζευα και αποτελούσαν την βάση των κολάζ μου. Θέση μετά πήραν παλιές λαμαρίνες και χαρτόκουτα.

Η τελευταία μου αγάπη είναι τα εγκαταλελειμμένα καΐκια. Οι γονείς μου, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, ήταν αυτοί που πίστεψαν από μικρή σε μένα και με ώθησαν να ξεκινήσω μια πορεία που ίσως τώρα να τους στενοχωρεί που με έχουν μακριά.

bovary.gr

Back to top button
Close
Close