Πολιτισμός

«Επικίνδυνη Ομορφιά»: Οι πιο δολοφονικές γυναίκες της μεγάλης οθόνης

Η εικόνα μιας δυναμικής γυναίκας η οποία ξεπαστρεύει ορδές καλά εκπαιδευμένων αντρών, είτε μιλάμε για εγκληματίες είτε για κατάσκοπους ή στρατιώτες, μπορεί να είναι συχνή τα τελευταία χρόνια, ωστόσο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένη μέχρι το πρόσφατο παρελθόν. Στην «Επικίνδυνη Ομορφιά», με το ρόλο της ως επαγγελματία δολοφόνου που κοντράρεται με απρόβλεπτους βίαιους αντιπάλους, η Τζέσικα Τσαστέιν έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά ηρωίδων οι οποίες ανατρέπουν το διαχρονικό χολιγουντιανό μοτίβο της θηλυκής απεικόνισης. Εκείνο δηλαδή της «δεσποσύνης σε κίνδυνο», η οποία χρειάζεται οπωσδήποτε την αποφασιστική αντρική παρέμβαση για να σωθεί.

Οι γυναίκες γίνονται πλέον action heroes, παύουν να αντιμετωπίζονται ως θύματα και αποκτούν απόλυτο έλεγχο του σώματός τους και της τύχης του, κατακτώντας την κινηματογραφική χειραφέτηση με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο. Για να φτάσουμε όμως στο σημείο χαρακτήρες σαν αυτόν της Τσαστέιν να πατούν τη σκανδάλη σε μεγάλες παραγωγές, προηγήθηκαν οι ταινίες που τις «όπλισαν», προετοιμάζοντας κατάλληλα το έδαφος στη μεγάλη οθόνη.

Σεξ που σκοτώνει

«Mata Hari»
«Mata Hari»

Μία από τις διασημότερες κατασκόπους όλων των εποχών, η Ολλανδέζα Μάτα Χάρι, χρωστά τη φήμη της όχι τόσο στις επιτυχίες της στο παιχνίδι της συλλογής απόρρητων πληροφοριών όσο στον τρόπο με τον οποίο τις αποκτούσε. Η πράκτορας των Γερμανών και εξωτική χορεύτρια γοήτευε τους άντρες που την ερωτεύονταν κεραυνοβόλα, πέφτοντας θύματα της μοναδικής ομορφιάς της. Η εμβληματική Γκρέτα Γκάρμπο ανέλαβε να την ενσαρκώσει στο «Mata Hari» (Τζορτζ Φιτζμόρις, 1931), μια ταινία που σύστησε στο κοινό την ιδέα της γυναίκας η οποία ελίσσεται σε έναν κόσμο πέρα από το νόμο και χρησιμοποιεί το σεξ ως όπλο. Η παρανομία αποτέλεσε ιδανικό κινηματογραφικό πεδίο για τους γυναικείους χαρακτήρες, ώστε βρισκόμενοι σε μια no man’s land να εμπιστευτούν τις δυνάμεις τους και να επιβάλουν την παρουσία τους στο σινε-προσκήνιο.

Το βλέπουμε ξεκάθαρα τη δεκαετία του ’40 στα φιλμ νουάρ, όπου οι femmes fatales εργαλειοποιούν την επίδρασή τους στην αντρική λίμπιντο για να πετύχουν τα εγκληματικά σχέδιά τους («Διπλή Ταυτότητα», Μπίλι Γουάιλντερ, 1944, και «Οι Δολοφόνοι», Ρόμπερτ Σιόντμακ, 1946, μεταξύ πολλών άλλων). Οι ηρωίδες αυτού του είδους αυξάνονται σημαντικά στα ’60s, όταν η σεξουαλική απελευθέρωση σε συνδυασμό με τις μαχητικές κοινωνικές διεκδικήσεις των γυναικών δημιουργούν την ανάγκη για αποφασιστικές πρωταγωνίστριες με γερά νεύρα. Ο Ρας Μέγιερ τους δίνει τον πρώτο λόγο στην exploitation φιλμογραφία του («Faster, Pussycat! Kill! Kill!», 1965), όπου απεικονίζονται εξίσου κραυγαλέα σέξι και σαδιστικά βίαιες, ενώ έναν χρόνο αργότερα η Ιταλίδα arthouse σταρ Μόνικα Βίτι υποδύεται το αντίπαλο δέος του… Τζέιμς Μποντ στο ανάλαφρο «Modesty Blaise» (Τζόζεφ Λόουζι, 1966). Βέβαια, ορόσημο αποτέλεσε το φιλμ-σταθμός «Μπόνι και Κλάιντ» (Άρθουρ Πεν, 1967), όπου η ερωτική έλξη δεν αποτελεί δόλωμα αλλά το καύσιμο για να φτάσει η Μπόνι της Φέι Ντάναγουεϊ στα άκρα.

Licensed to kill

Η εμφάνιση, λοιπόν, μιας σαρωτικής action ηρωίδας, ήταν θέμα χρόνου. Την ενσάρκωσε το 1973 η Ταμάρα Ντόμπσον, η οποία μας σέρβιρε αμίμητο coolness, καυτές ατάκες και ένα δολοφονικό σερί γεμάτο τσαγανό στο blaxploitation «Cleopatra Jones» του Τζακ Στάρετ. Η ταινία δανείζεται τον τίτλο από το όνομα της πρωταγωνίστριας, η οποία τα βάζει με το εμπόριο ναρκωτικών και συγκεκριμένα με «κεφάλι» του κυκλώματος που υποδύεται η διπλά οσκαρική Σέλεϊ Γούιντερς. Στον πυρήνα του σεναρίου βρίσκεται η σύγκρουση μιας Αφροαμερικανής με μια πλούσια λευκή, γεγονός που αντανακλά τις έντονες φυλετικές και ταξικές τριβές της εποχής. Έτσι, η απεικόνιση της Ντόμπσον αποκτά ριζοσπαστικό χαρακτήρα, την ίδια στιγμή που αποθεώνει με ζωηράδα τη θηλυκότητα και την αφροαμερικανική κουλτούρα.

Παρότι αισθητικά απέχει παρασάγγας από το «Cleopatra Jones», το «Colombiana» (Ολιβιέ Μεγκατόν, 2011), με την εντυπωσιακή Ζόι Σαλντάνα στο επίκεντρο, παραδίδει διαπεραστικής έντασης σκηνές δράσης, ενώ προσθέτει στο κάδρο μια ηρωίδα με νοτιοαμερικανική καταγωγή. Επιπλέον, η ηρωίδα που ενσαρκώνει επαναπρογραμματίζει τον εαυτό της και μετατρέπεται σε πρώτης τάξεως action heroine για να εκπληρώσει μια αποστολή από το παρελθόν, όπως η Τζίνα Ντέιβις στο «Ένα Σκληρό Φιλί για Καληνύχτα» (Ρένι Χάρλιν, 1996). Εδώ τίθεται ακόμα το ζήτημα της ταυτότητας, καθώς η πάσχουσα από αμνησία Ντέιβις ανακαλύπτει πως στην πραγματικότητα είναι μια ψυχρή δολοφόνος, αλλά πρέπει να ξεπεράσει άμεσα την υπαρξιακή κρίση της αν θέλει να επιβιώσει. Στον αντίποδα έχουμε την Κάθλιν Τέρνερ στην «Τιμή των Πρίτζι» (Τζον Χιούστον, 1985), στο ρόλο μιας πληρωμένης εκτελέστριας η οποία ερωτεύεται… έναν συνάδελφό της (Τζακ Νίκολσον).

Η περίπτωση Λικ Μπεσόν

«Νικίτα»
«Νικίτα»

Ο Γάλλος σκηνοθέτης μάς έχει χαρίσει ουκ ολίγες αξέχαστες ηρωίδες με δολοφονικά ένστικτα. Για παράδειγμα, η Αν Παριγιό στην περίφημη «Νικίτα» (1990) κερνάει καυτό μολύβι τους εχθρούς της, ενσαρκώνοντας μια ναρκομανή που εξελίσσεται σε άφταστη gunslinger. Αν αμφιβάλλετε, δείτε την καταιγιστική σκηνή στην κουζίνα ενός λουξ εστιατορίου, στην οποία μάλιστα βλέπουμε και το υποκειμενικό πλάνο μιας… σφαίρας, με την Παριγιό απλώς να μην έχει αντίπαλο.

Τα βήματα του επαγγελματία δολοφόνου Ζαν Ρενό ακολουθεί η Νάταλι Πόρτμαν στο αγαπημένο «Λεόν» (1994), στο ρόλο της πιτσιρίκας που βρίσκει την πατρική προστασία στο πρόσωπο του hitman που… πίνει μόνο γάλα, ώσπου τελικά να χρειαστεί εκείνη να γεμίσει τη θαλάμη γι’ αυτόν. Έτσι, μια κατά τα άλλα καθαρόαιμη περιπέτεια αποκτά ψυχαναλυτικές διαστάσεις και κάνει ένα διακριτικό σχόλιο στις σχέσεις ενηλίκων-ανηλίκων. Όμως ο Μπεσόν πρόσφατα μας σύστησε άλλες δύο ατρόμητες ηρωίδες: τη «Lucy» (2014), με τη Σκάρλετ Γιόχανσον να μετατρέπεται σε φονική μηχανή για να ισοπεδώσει την κινεζική μαφία, και τη σοβιετικής προέλευσης «Anna» (2019), η οποία θυμίζει έντονα τη «Νικίτα». Chapeau, monsieur Besson…

Μοντέρνες και θανατηφόρες

«Atomic Blonde»
«Atomic Blonde»

Βέβαια, τον γενικό ενθουσιασμό για τις γυναίκες με «άδεια να σκοτώνουν» επανέφερε εκκωφαντικά η Σαρλίζ Θερόν στο «Atomic Blonde» (Ντέιβιντ Λιτς, 2017), όπου υποδύεται μια πράκτορα της MI6 που έρχεται αντιμέτωπη με όλες σχεδόν τις μυστικές υπηρεσίες του κόσμου, και πιο πρόσφατα στο παραγωγής Netflix «Old Guard» (Τζίνα Πιρς-Μπάιθγουντ, 2020), ρόλους που σίγουρα μελέτησε η Τσαστέιν για τη δουλειά της στην «Επικίνδυνη Ομορφιά». Τη δική της απόπειρα στην περιπετειώδη κατασκοπία έκανε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, ωστόσο, η Τζένιφερ Λόρενς στο «Κόκκινο Σπουργίτι» (Φράνσις Λόρενς, 2018), στο ρόλο μιας πρώην μπαλαρίνας με ταλέντο στις φονικές πιρουέτες. Στους αντίποδες βρίσκεται η «Hanna» (Τζο Ράιτ, 2011) της Σέρσια Ρόναν, ανελέητη και προσηλωμένη στην εξολόθρευση της αντιπάλου της Κέιτ Μπλάνσετ.

Φυσικά, οι παραπάνω σταρ χρωστάνε πολλά στα μαθήματα δράσης που προσέφερε η Αντζελίνα Τζολί. Πρώτα στο «γαμήλιο» «Ο Κύριος και η Κυρία Σμιθ» (Νταγκ Λάιμαν, 2005), έπειτα στο «Wanted» (Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ, 2008), όπου απέδειξε πως συνδυάζονται το κυνηγητό αυτοκινήτων και η ανταλλαγή πυροβολισμών με τον οδηγό εκτός του οχήματος, και, τέλος, στο «Salt» (Φίλιπ Νόις, 2010), ισοπεδώνοντας ολόκληρη CIA. Παρότι δεν πρόκειται για πληρωμένη δολοφόνο αλλά για αρχαιολόγο, η Λάρα Κροφτ, όπως απεικονίστηκε από την Τζολί («Tomb Raider 1 & 2»), έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απογείωση των γυναικών πρωταγωνιστριών σε ταινίες δράσης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, από την all-star ομάδα κρούσης των «Αγγέλων του Τσάρλι» (McG, 2000) που έσπασαν ταμεία στην αυγή της χιλιετίας.

Από την Ασία με αγάπη

«Kill Bill»
«Kill Bill»

Η Ούμα Θέρμαν με το αιματοβαμμένο κατάνα της συνιστά ίσως την πιο αναγνωρίσιμη εικόνα κινηματογραφικής εκτελέστριας τον 21ο αιώνα («Kill Bill 1 & 2»). Η έμπνευση του Κουέντιν Ταραντίνο γι’ αυτόν το χαρακτήρα ήρθε εξ ανατολής, όπου το σινεμά έχει προσφέρει φωτεινά παραδείγματα γυναικών στα όπλα. Προσωπικές αγαπημένες η Ζανγκ Ζιγί στα «Ιπτάμενα Στιλέτα» (Ζανγκ Γιμού, 2003) και η Κι Σου ως υποβλητική «Σιωπηλή Δολοφόνος» (Χου Χσιάο Χσιέν, 2015). Συμπτωματικά, αμφότερες τοποθετούνται στην Κίνα του 9ου αιώνα, όταν οι μαχήτριες αναλάμβαναν αποστολές υψηλού ρίσκου και τρομερής πολιτικής σημασίας.

Γλυκιά Εκδίκηση

«Ms. 45»
«Ms. 45»

Το παρόν αφιέρωμα θα ήταν ελλιπές χωρίς μια ξεχωριστή αναφορά στην κατηγορία ταινιών που κυριολεκτικά τσακίζει κόκαλα. Οι ταινίες εκδίκησης («revenge movies»), που εμφανίστηκαν στα τέλη των ’60s και συνεχίζουν να προσελκύουν σημαντική μερίδα δημιουργών, θυμηθείτε το πρόσφατο «Revenge» (2018) της Κοραλί Φαρζά, θέλουν τα γυναικεία σώματα να χειραφετούνται στη μεγάλη οθόνη μέσα από ένα ανεξέλεγκτα βίαιο ξέσπασμα. Αφορμή αποτελεί μια τραυματική εμπειρία που βιώνουν οι ηρωίδες η οποία συνήθως σχετίζεται με το σεξ από έναν ή και περισσότερους άντρες. Τότε οι ηρωίδες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και τιμωρούν χωρίς έλεος τους δράστες.

Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται εμβληματικές ταινίες του είδους, όπως τα «Thriller: A Cruel Picture» (Μπο Άρνε Βιμπένιους, 1973), «I Spit on Your Grave» (Μέιρ Ζάρκι, 1978) και «Ms. 45» (Έιμπελ Φεράρα, 1981). Παρότι και οι τρεις τους κινούνται στο ύφος των θρίλερ, τα revenge movies δεν εξαντλούνται σε αυτό το είδος και επιδεικνύουν χαρακτηριστική υφολογική ποικιλία. Εδώ ξεχωρίζουν περιπτώσεις όπως το horror αριστούργημα «Κάρι, Έκρηξη Οργής» (Μπράιαν ντε Πάλμα, 1976), τα arthouse «Η Νύφη Φορούσε Μαύρα» (Φρανσουά Τριφό, 1968) και «Lady Snowblood» (Τοσίγια Φουτζίτα, 1973). Ξεχωριστής αναφοράς χρήζουν ακόμα δύο ασιατικά φιλμ που ανανέωσαν το είδος, το στιλιζαρισμένο «Audition» (Τακάσι Μίικε, 1999) και το βραβευμένο με Χρυσό Λιοντάρι «Pieta» (Κιμ Κι Ντουκ, 2012).


Δείτε το τρέιλερ της «Επικίνδυνης Ομορφιάς» εδώ

Back to top button
Close
Close