People

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εξομολογείται για το μεγάλο φαν κλαμπ του στις γυναίκες & το δύσκολο ξεκίνημα στη ζωή του.

Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εξομολογείται στη Σάσα Σταμάτη και την εφημερίδα Παραπολιτικά για το μεγάλο φαν κλαμπ του στις γυναίκες, εξηγεί γιατί τα καλοκαίρια δεν κοιμόταν σε κρεβάτι και τι έκανε στα πανηγύρια για το μεροκάματο.

Είσαι ένας άνθρωπος αυτοδημιούργητος, που από πολύ μικρός μπήκες στα δύσκολα και στα βαθιά. Εγώ πράγματι κατάγομαι από οικογένεια γνήσια αγροτική και δουλεύω από 7 ετών. Στα 13 μου μετέφερα 40 ανθρώπους πάνω σε καρότσες αγροτικές, πηγαίνοντάς τους για δουλειά.

Στα 18 μου οδηγούσα φορτηγό, διέθετα επαγγελματικό δίπλωμα, μεταφέροντας αγροτικά προϊόντα. Είμαι παιδί μιας γενιάς η οποία δούλεψε σκληρά. Η γενεαλογική καταγωγή μου είναι προσφυγική. Είμαι γνήσιο τέκνο προσφυγικής οικογένειας, κατά 50% ποντιακής και κατά 50% μικρασιατικής.

Ο πατέρας μου ήταν Τραπεζούντιος και η μητέρα μου από τη Μαγνησία της Σμύρνης. Υπήρχε η αγωνία της επιβίωσης και γι’ αυτό υπήρξε προκοπή. Αυτό που έκανα ήταν να συνδέσω αυτές τις αναφορές μου με την πολιτική για να έχω αποτελέσματα προς όφελος της κοινωνίας.

Οι τέσσερις γάμοι και οι γυναίκες

Έχεις κάνει τέσσερις γάμους. Τη ζεις τη ζωή σου, ενώ θα μπορούσες να κάνεις για την εικόνα σου έναν γάμο και να έκανες τα δικά σου. Είναι πιο έντιμο αυτό που έκανες εσύ;

Θεωρώ ότι είναι έντιμο. Σημασία έχει ότι αυτό που κυριαρχεί στη ζωή μου είναι τα παιδιά μου. Έχω πέντε παιδιά και τώρα, που είμαι πιο χαλαρός, απολαμβάνω αυτή τη σχέση μου μαζί τους. Νομίζω ότι αυτή είναι η αποστολή του ανθρώπου, τα παιδιά, και προσπαθώ αυτή την αποστολή να την υπηρετήσω όσο γίνεται με τον καλύτερο τρόπο και είμαι ευτυχής για αυτό.

Παράλληλα με το «κορυφαίος υπουργός» σε ακολουθούσαν και οι χαρακτηρισμοί «ωραίος», «γοητευτικός» κ.τ.λ. Κολακεύτηκες ποτέ; Είχες μεγάλο φαν κλαμπ στις γυναίκες;

Δεν κολακεύτηκα ποτέ. Σου μιλώ έντιμα. Με διακρίνει πάντα μια εσωτερική σεμνότητα, αλλά και εξωτερική αυτοσυγκράτηση. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, το μόνο πράγμα με το οποίο κολακευόμουν ήταν η απόδοση της δουλειάς μου και το μόνο πράγμα που με κινητοποίησε ήταν η δουλειά μου και το αποτέλεσμα. Υπήρχαν μέρες που δεν έκανα μια δράση και αισθανόμουν ότι ήμουν ένας άχρηστος άνθρωπος.
«Το παιδί με το κόκκινο ακορντεόν»

Η σχέση σου με τη μουσική ποια είναι;

Ήμουν οργανοπαίχτης, μουσικός, έπαιζα ακορντεόν, πανηγυρτζής (γέλια). Ο δάσκαλος που έμαθε σε εμένα μουσική, ο Ίκαρος Μπράβος, έμαθε και στον Χρήστο Νικολόπουλο, γιατί είμαστε ομοχώριοι. Έπαιζα σε πανηγύρια, σε γάμους και βαφτίσια. Βγάζαμε μεροκάματο. Ήμουν και πολύ καλός τραγουδιστής. Αν έχεις ακούσει τον Νικολόπουλο να λέει για «το παιδί με το κόκκινο ακορντεόν», είμαι εγώ (γέλια). Ο Χρήστος Νικολόπουλος έγινε ένας σπουδαίος δημιουργός, από τους σπουδαιότερους της γενιάς του. Εγώ δεν ευτύχησα στον τομέα αυτόν, γιατί τον εγκατέλειψα νωρίς. Αισθάνομαι όμως περίσσια υπερηφάνεια για τον συντοπίτη μου.

Πιτσιρικάς τι ήθελες να γίνεις;

Δεν είχα πολλές παραστάσεις! Τα ερεθίσματα ήταν περιορισμένα. Μόλις και μετά βίας στο πανεπιστήμιο άρχισα να έχω παραστάσεις ευρύτερες. Εγώ τα καλοκαίρια δεν κοιμόμουν σπίτι μου, κοιμόμουν στην ύπαιθρο, γιατί ήμουν διαρκώς σαν αγρίμι, έξω, στα χωράφια όπου δούλευα. Ποτίζαμε τα χωράφια μέρα-νύχτα. Δεν είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου ποτέ καλοκαίρι. Ήμουν κάτω από δέντρα και καλύβες.

«Έφαγα πολύ ξύλο»

Θυμάσαι μια ιστορία από το παρελθόν;

Ήμουν φοιτητής στο πτυχίο και εργαζόμουν ως οδηγός μεταφέροντας προϊόντα σε εργοστάσιο τεύτλων! Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και πηγαίνοντας το τελευταίο δρομολόγιο, σχεδόν μεσάνυχτα, σταμάτησα σε έναν δρόμο γιατί ένα μεγάλο φορτηγό είχε βουλιάξει και ζητούσαν από εμένα να το ρυμουλκήσω. Τους είπα ότι θα πρέπει να μου κάνουν χώρο να φύγω, να πάω να αδειάσω και να επιστρέψω να τους βοηθήσω. Αυτοί όμως ήταν μεθυσμένοι και με χτύπησαν, έφαγα πολύ ξύλο. Είχαν σιδηρολοστούς, μα κυρίως ήταν η μέθη που τους έκανε ανεξέλεγκτους.

Ήμουν βουτηγμένος στη λάσπη, πεταμένος μέσα στον δρόμο, σχεδόν λιπόθυμος. Έφυγα με πολύ κόπο και τι νομίζετε ότι έκανα; Πήγα, πήρα τους δικούς μου, επιστρέψαμε και τους δείραμε εμείς (γέλια)! Πέρασαν πολλά χρόνια και ένα βράδυ σε μια ομιλία μου στην περιοχή εμφανίζεται ένας και μου λέει: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Εκείνος που σε έδειρε!» (γέλια).

 

Back to top button
Close
Close